ομοιοτυπία

ομοιοτυπία
η [ομοιότυπος]
η ιδιότητα τού ομοιότυπου, ομοιότητα γνωρισμάτων και μορφής, ομοιομορφία, ομοείδεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοιοτυπία — η η όμοια εξωτερική μορφή, η ίδια εμφάνιση πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • φωτολιθογραφία — η, Ν τεχνολ. περιληπτική ονομασία τών μεθόδων και διεργασιών παραγωγής αντιτύπων με φωτογράφηση ή ομοιοτυπία πάνω σε φωτοπαθείς επιφάνειες, λιθογραφικά ή μεταλλογραφικά στερεότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photolithography < photo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”